- λιπαρόμματος
- λιπαρόμματος, -ον (Α)αυτός που έχει λαμπερά μάτια.[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός «ελαιώδης-λαμπρός» + -όμματος (< ὄμμα), πρβλ. γλαυκ-όμματος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιπαρόμματε — λιπαρόμματος lustrous eyed masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαρόμματοι — λιπαρόμματος lustrous eyed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαρός — ή, ό (AM λιπαρός, ά, όν) 1. ελαιώδης ή αυτός που γυαλίζει από το λάδι ή το λίπος (α. «λιπαρά μαλλιά» β. «αἰεὶ δὲ λιπαροί κεφαλὰς καὶ καλὰ πρόσωπα», Ομ. Οδ.) 2. αυτός που περιέχει λίπος, λιπώδης, ελαιώδης, παχύς (α. «λιπαρά φαγητά» β. «λιπαρὸς… … Dictionary of Greek
όμμα — το (ΑΜ ὄμμα, ατος, Α και ὄθμα, αιολ. τ. ὄππα) 1. το αισθητήριο όργανο τής όρασης, ο οφθαλμός, το μάτι («τυφλὸς τά τ ὦτα, τόν τε νοῡν τα τ ὄμματ εἶ...», Σοφ.) 2. μτφ. οπή, δακτύλιος νεοελλ. 1. βλέμμα, ματιά 2. φρ. α) «τυφλοίς όμμασι» με τυφλή… … Dictionary of Greek